- οτοστόπ
- το(λ. γαλλ., άκλ.), κάλεσμα οχήματος να σταματήσει και να μας πάρει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οτοστόπ — το άκλ. η ενέργεια ενός πεζοπόρου κατά την οποία σταματά διερχόμενο όχημα ζητώντας τη δωρεάν μεταφορά του από τον οδηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. auto stop] … Dictionary of Greek
ωτοστόπ — το, Ν άκλ. το οτοστόπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. auto stop] … Dictionary of Greek
ωτοστόπ — το βλ. οτοστόπ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)